-
1 ресурс
-а α.1. μέσο, διέξοδος•ложь была последним -ом обвиняемого το ψέμα ήταν το τελευταίο μέσο του κατηγορούμενου.
2. πλθ. -ы πηγές• εφεδρείες•неисчерпаемые -ы ανεξάντλητες πηγές•
природные -ы φυσικές πηγές•
производственные -ы παραγωγικές εφεδρείες.
|| τα χρήματα• τα προς του ζειν•-ы истощились τα μέσα συντήρησης εξαντλήθηκαν.
-
2 ресурсы
мн. τα μέσα, οι πηγές, οι πόροι* водные - οι υδάτινοι πόροιРусско-греческий словарь научных и технических терминов > ресурсы